- λυκάων
- (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες σώμα με μήκος 75-110 εκ. και βάρος 18-36 κιλά. Το τρίχωμά του είναι κοντό και φέρει ακανόνιστες μαύρες, καφέ, άσπρες και ξανθές βούλες, χαρακτηριστικές για το κάθε ζώο. Οι λ. ζουν σε αγέλες που αποτελούνται από περίπου 10-40 ζώα. Κάθε αγέλη έχει μόνο ένα αναπαραγωγικό ζευγάρι και το θηλυκό γεννά 2 έως 20 μικρά, έπειτα από κύηση 10 εβδομάδων. Ο λ. είναι γρήγορος και ανθεκτικός στο τρέξιμο, αρπακτικός και μαχητικός. Επιτίθεται γενικά σε αντιλόπες και άλλα χορτοφάγα ζώα, αλλά για να γίνει κάτοχος του θηράματος που σκοτώνει, επιτίθεται μερικές φορές και εναντίον μεγάλων σαρκοφάγων, όταν αμφισβητηθεί η λεία του. Είναι διαδεδομένος στις σαβάνες και στις στέπες της Αφρικής, Ν της Σαχάρας.
Ο λυκάων (lycaon pictus) είναι ένα αφρικανικό σαρκοβόρο, που λέγεται και κυνύαινα, εξαιτίας του χρώματος που έχει το δέρμα του. Ζει στις στέπες και τις σαβάνες, Ν της Σαχάρας.
* * *ο (Α λυκάων, -ονος)νεοελλ.ζωολ. αγριόσκυλος τού είδους Lycaon pictus, σαρκοφάγο θηλαστικό τής οικογένειας canidae(αρχ. λυκάνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθ. -άων (πρβλ. διδυμ-άων, οπ-άων].
Dictionary of Greek. 2013.